...εγώ ειμεί ο Κύριος...















“Στην πυρά, είπες”.
“Ναι, στο μέλλον θα πεθάνουν στην πυρά χιλιάδες και χιλιάδες χιλιάδων άντρες και γυναίκες».


“Για μερικούς μου μίλησες ήδη προηγουμένως”.
“Εκείνοι οδηγήθηκαν στην πυρά επειδή πίστευαν σε σένα, οι άλλοι θα ριχτούν επειδή θα σε αμφισβητήσουν”.
“Δεν επιτρέπεται να με αμφισβητούν”.
“Όχι”.
“Εμείς όμως μπορούμε να αμφισβητούμε ότι ο Jupiter των Ρωμαίων είναι θεός”.
“Ο μοναδικός θεός είμαι εγώ, εγώ είμαι ο Κύριος κι εσύ είσαι ο Υιός μου”.
“Θα πεθάνουν χιλιάδες”.
“Εκατοντάδες χιλιάδες”.
“Θα πεθάνουν εκατοντάδες χιλιάδες άντρες και γυναίκες, η γη θα γεμίσει από κραυγές πόνου, ουρλιαχτά, βογκητά αγωνίας, ο καπνός των καμένων θα σκεπάσει τον ουρανό, το λίπος τους θα τσιτσιρίσει πάνω στις θράκες, η μυρωδιά τους θα φέρνει αναγούλα, κι όλα από φταίξιμο δικό μου”.
“Όχι από φταίξιμο δικό σου, αλλά εξαιτίας σου”.
“Πατέρα, πάρε αυτό το ποτήρι από μένα”.
“Από το αν θα το πιείς εξαρτάται η δική μου εξουσία και η δική σου δόξα”.
“Δεν τη θέλω αυτή τη δόξα”.
“Εγώ όμως θέλω αυτή την εξουσία”.

Η ομίχλη ξαναγύριζε, κάτι ακόμα επρόκειτο να συμβεί, κι άλλη αποκάλυψη, κι άλλος πόνος, κι άλλες τύψεις. Ήταν όμως ο Διάβολος αυτός που μίλησε,

“Έχω μια πρόταση να σου κάνω”, είπε απευθυνόμενος στον Θεό.
Κι ο Θεός, έκπληκτος,
“Πρόταση εσύ, και τι πρόταση μπορεί να είναι αυτή;”

O τόνος ήταν ειρωνικός, αφ’ υψηλού, ικανός να εξαναγκάσει σε σιωπή οποιονδήποτε δεν ήταν ο Διάβολος, που είναι γνωστός και οικείος από τα παλιά. Ο Διάβολος έκανε μια παύση, σαν να έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις, και εξήγησε.

“Άκουσα με μεγάλη προσοχή όλα όσα ειπώθηκαν πάνω σ’ αυτό το καΐκι, και παρόλο που κι εγώ από την πλευρά μου διέβλεπα κάποιες αστραπές και σκιές στο μέλλον, δεν φαντάστηκα ότι οι αστραπές θα ήταν από την πυρά και οι σκιές από τους τόσους σκοτωμένους”.
“Κι αυτό σε ενοχλεί».
“Κανονικά δεν θα έπρεπε να με ενοχλεί, μιας και είμαι ο Διάβολος, ο Διάβολος πάντα κάπως επωφελείται από ένα θάνατο, και μάλιστα περισσότερο κι από σένα. Δε χρειάζονται αποδείξεις ότι η κόλαση θα είναι πιο πυκνοκατοικημένη από τον παράδεισο”.
“Τότε γιατί παραπονιέσαι;”.
“Δεν παραπονιέμαι, προτείνω”.
“Πρότεινε λοιπόν, αλλά γρήγορα, δε μπορώ να μείνω εδώ αιωνίως”.
“Το ξέρεις, κανείς δεν το ξέρει καλύτερα από σένα, ότι και ο Διάβολος έχει καρδιά”.
“Ναι, αλλά κάνεις κακή χρήση”.
“Θέλω σήμερα να κάνω καλή χρήση αυτής της καρδιάς που έχω. Δέχομαι και θέλω η εξουσία σου να εξαπλωθεί μέχρι τα πέρατα του κόσμου, χωρίς να χρειαστεί να πεθάνει τόσος κόσμος. Και μιας και ό,τι σε αρνείται και σε παρακούει, λες εσύ ότι είναι καρπός του Κακού που είμαι εγώ και κυβερνώ τον κόσμο, η πρότασή μου είναι να με δεχτείς ξανά στον παράδεισό σου, συγχωρεμένο για τις παλιές αμαρτίες που δεν θα επαναλάβω στο μέλλον. Να δεχτείς και να φυλάξεις την υπακοή μου, όπως στις ευτυχισμένες εποχές που ήμουν ένας από τους επίλεκτους αγγέλους σου. Τότε που με αποκαλούσες Εωσφόρο, αυτόν που φέρνει φως, πριν αρχίσει να μου κατατρώει την ψυχή η φιλοδοξία να γίνω όμοιος σου και με κάνει να εξεγερθώ εναντίον της εξουσίας σου”.
“Και δεν μου λες, για ποιο λόγο θα σε ξαναδεχόμουν εγώ και θα σε συγχωρούσα;”.
“Γιατί αν το κάνεις, αν δώσεις και σε μένα λίγη από κείνη τη συγχώρεση που στο μέλλον θα υπόσχεσαι με ευκολία δεξιά κι αριστερά, τότε θα τελειώσει σήμερα, εδώ, το Κακό. O γιος σου δε θα χρειαστεί να πεθάνει, για βασίλειό σου θα έχεις όχι μονάχα τη γη των Εβραίων αλλά τον κόσμο ολόκληρο, το γνωστό κι αυτόν που θα ανακαλυφθεί, κι ακόμη περισσότερο από τον κόσμο, το σύμπαν. Το Καλό θα βασιλεύει παντού, κι εγώ θα ψάλλω στην τελευταία και πιο ταπεινή σειρά των αγγέλων που σου παραμένουν πιστοί, ο πιο πιστός απ’ όλους, γιατί μετανοημένος θα υμνώ τη δόξα σου. Κι όλα θα τελειώσουν σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα, όλα θα αρχίσουν να γίνονται σαν να έπρεπε να είναι έτσι από πάντα”.
“Ότι έχεις το ταλέντο να παγιδεύεις τις ψυχές και να τις στέλνεις στο χαμό, αυτό το ήξερα, αλλά τέτοιο λογύδριο από σένα δεν είχα ξανακούσει. Τι ρητορικό ταλέντο, τι μελίρρυτη διάλεξη, παραλίγο να με πείσεις”.
“Δεν με δέχεσαι, δεν με συγχωρείς”.
“Δεν σε δέχομαι και δεν σε συγχωρώ, σε θέλω όπως είσαι, κι ακόμα χειρότερο απ’ ό,τι είσαι τώρα, αν είναι δυνατό”.
“Γιατί;”.
“Γιατί το Καλό που είμαι εγώ δεν θα υπήρχε χωρίς το Κακό, που είσαι εσύ. Το Καλό που θα έπρεπε να υπάρξει χωρίς εσένα είναι αδιανόητο, σε τέτοιο σημείο που ούτε κι εγώ δεν μπορώ να το φανταστώ. Τελικά, αν τελειώσεις εσύ, είμαι κι εγώ τελειωμένος, για να είμαι εγώ το Καλό πρέπει κι εσύ να συνεχίσεις να είσαι το Κακό. Αν ο Διάβολος δεν ζει σαν Διάβολος, τότε κι ο Θεός δεν θα ζει σαν Θεός, ο θάνατος του ενός θα ήταν θάνατος και του άλλου”.
“Αυτή είναι η τελευταία σου κουβέντα”.
“Η πρώτη και η τελευταία, η πρώτη γιατί την είπα για πρώτη φορά και η τελευταία γιατί δεν θα την επαναλάβω”.

Ο Διάβολος σήκωσε τους ώμους και μίλησε στον Ιησού.
“Να μην πουν ότι ο Διάβολος δεν έβαλε μια μέρα τον Θεό σε πειρασμό”.
Σηκώθηκε και έκανε να βγάλει το ένα πόδι του έξω από το καΐκι, δεν κοίταξε τον Θεό, είπε μονάχα, σαν να μιλούσε σε ένα αόρατο κοινό.
“Θα τα ξαναπούμε, αφού έτσι το θέλησε εκείνος”.

Ο Ιησούς τον παρακολούθησε με τα μάτια. Ο Διάβολος απομακρυνόταν σιγά σιγά προς την ομίχλη. Φαινόταν λίγο το νερό τριγύρω από το καΐκι, λείο και θαμπό χωρίς ούτε μια ρυτίδα ανέμου ή τον κυματισμό ενός περαστικού ψαριού. Ακούγονταν η ζωώδης ανάσα του, ένα ακονισμένο όμως αυτί εύκολα θα καταλάβαινε ότι, καθώς χανόταν σε μια άκρη της ομίχλης, μουρμούραγε μια φράση επαναλαμβάνοντας την:
“Χρειάζεται να είναι κανείς Θεός για να του αρέσει τόσο το αίμα”…



       Απόδοση από:

















Leave a Reply