Η βουβή αλήθεια














Είναι στιγμές που η ψυχή αποζητά τη φύση, 
ν' αφουγκραστεί τον ιερό, καθάριο της παλμό,
μες στην πρωτόγεννη ζωή γαλήνια να βαδίσει, 
αρχαίων, αγήρευτων θεών ν' ακούσει το λυγμό.



Αργά το βήμα κίνησε χωρίς να με ρωτήσει, πήρε το δρόμο που έβγαζε έξω απ' τη γειτονιά,
κει που η ανθρώπινη βουή αθόρυβα θα σβήσει, τριγμοί, φωνές και χλαλοή πέφτουν στη λησμονιά.

Θυμάμαι πάντα έστεκε στο τέλειωμα του δρόμου, ένα παλιό ερείπιο, καμένο, γκρεμισμένο,
από καιρό δεν τ' άγγιξε το χέρι οικοδόμου κι ο χρόνος το κουφάρι του το είχε αργασμένο.

Έν' αεράκι απαλό άξαφνα εσηκώθη, χάιδεψε τα χαλάσματα, πήρε φωνή το χτίσμα
κι ήτανε σα να μού λεε "κανένας δε μας νοιώθει, γιατί δε στέκω μόνο μου, μα δυο ζούμε από πείσμα".

Πλησίασα περίεργος το σπίτι που 'χε πέσει, σκόρπιες παντού οι πέτρες του και στάχτες η σκεπή του,
κι είδα ένα σκύλο ξαπλωτό στων συντριμμιών τη μέση, β
ρώμικο, γέρο κι άρρωστο, πράο μες στη σιωπή του.

Το πληγιασμένο σώμα του, λιπόσαρκο και μαύρο, ξύπναγε αισθήματα οικτιρμού, συμπάθεια και θλίψη,
λέξεις να εκφράσω την οσμή δε θα μπορούσα νά βρω, ακόμα και απ' τα μάτια του απέπνεε η σήψη.

Ενίοτε, πολύ αργά σήκωνε το κεφάλι και προς το ηλιοβασίλεμα έδειχνε να κοιτάζει,
λες κι ήθελε του ουρανού το μεγαλείο να ψάλλει, τον ήλιο να ευγνωμονεί που εγκάρδια τον σκεπάζει.

Συμπόνια και ψυχοπονιά μου 'παν να πλησιάσω, αλλά αυτός σα μ' ένοιωσε σάλεψε ταραγμένος,
σταμάτησα, την ταραχή μήπως και κατευνάσω, πάσχιζε ν' ανασηκωθεί στα πόδια του ο καημένος.

Ταπείνωση κι απόγνωση στο ξέπνοο του σώμα, δε βάστηξε, τον πρόδωσαν πείνα και κακουχία,
έπεσε, μα το βλέμμα του κόκκινο πήρε χρώμα, οργή, ικεσία ανάκατα μαζί κι απελπισία.

Κι αυτό το βλέμμα καθαρά και δυνατά μιλούσε, σπαράζοντας πιο γοερά από γυναίκας κλάμα,
κι απ' της αλήθειας την κραυγή πιο ξάστερα αντηχούσε, και πήρε να μονολογά της αδικίας το δράμα:

"Τί ψάχνεις άνθρωπε εδώ, τί θέλεις από μένα; Ποιά μοίρα κακορίζικη σ' έφερε στην αυλή μου;
Στερνό μου σπίτι κάρβουνα σε λήθη τυλιγμένα, μα από σένα πιο ζεστά φέρθηκαν στο κορμί μου.

Κι αν τσάκισε η όψη μου κι η ικμάδα μου έχει σβήσει, εσύ υπαίτιος γι' αυτά κι η αθλιότητα σου,
Θεός την κτηνωδία σου ποτέ μη συγχωρήσει, που χάραξες στη σάρκα μου τη βαναυσότητα σου.

Σε υπηρέτησα πιστά κι υπάκουα για χρόνια, σύντροφος μα και φύλακας κάθε στιγμή της μέρας.
Κανείς δε με γονάτισε, ούτ' ήλιος ούτε χιόνια, για σένα θα γινόμουνα μάνα, αδερφός, πατέρας.

Σε μαλακά παπλώματα κοιμόσουν χωρίς έγνοια, γιατί έστεκα άγρυπνος φρουρός απάνω σε σανίδια.
Ψίχουλα απ' το τραπέζι σου τροφή μου τιποτένια, το κρέας ήτανε για σε, για μένα τα σκουπίδια.

Μα ο χρόνος αδυσώπυτος κι άτεγκτος δικαστής, με γέρασε τον έρημο, μου 'κλεψε τη ζωντάνια,
με κλώτσησες, με χτύπησες λες κι ήμουνα ληστής, κι έφυγα, αντίς για διασυρμό διάλεξα την ορφάνια.

Είσαι αψυχοπόνετος άνθρωπε, να το ξέρεις, και δεν το λέω μόνο γω, το λεν κι όμοιοί σου
ρώτα τους συνανθρώπους σου πόσο τους ενδιαφέρεις, θα 'ναι σε χρεία δίπλα σου βοηθοί ή δήμιοί σου;

Τους γέροντες που δούλεψαν σε κρύο και λιοπύρι, τώρα που ανήμποροι ζητούν μια στάλα ευσπλαχνία,
θέλει να στείλει η φάρα σου γοργά στο κοιμητήρι, και μοιρολόγια κίβδηλα στριγκλίζει στην κηδεία.

Και το στρατιώτη που τη γη την πότισε με αίμα, για να καυχιέσαι ολημερίς ελεύθερος πως ζεις,
τον είπες ήρωα στην αρχή, του έδωσες και στέμα, μα όταν κόπασε η φωτιά τον ξέχασες ευθύς.

Ακόμα και τη μάνα σου αχάριστε και σάπιε, που πόνεσε να γεννηθείς και να σε αναθρέψει,
χολή της έδωσες να πιεί κι εκείνη το κατάπιε, γριά και μόνη καρτερά τη ζήση να τελέψει.

Φύγε! Και ξαναγύρισε στης ασπλαχνιάς το δρόμο, δάκρυα κι έλεος δε ζητώ απ' τ' άγρια θηρία,
εγώ και το ερείπιο ίσο βαστάμε νόμο, και στα συντρίμια κατοικεί αγνή ελευθερία".

Βουβό το ζώο κοίταζε, ασάλευτο σα βράχος, μα τ' ατσαλένια λόγια του χτυπούσαν σα σφυριά,
κέρινος μπρος στην κρίση του στεκόμουνα μονάχος, δίκαια στο λαιμό μου πέρναγε του φταίχτη τη θηλειά.

Πισωπατώντας έριξα τα μάτια μου στο χώμα, δε βρήκα ούτ' ένα πρόσχημα το κρίμα ν' απαλύνω
μόνο την πίκρα σφράγισα στο άλαλο μου στόμα και την αλήθεια που πονά δυσβάσταχτο μου θρήνο.

Μπορεί να 'ταν παραίσθηση, όνειρο ή απάτη, κάποιο στοιχειό που γέλασε πλανεύοντας το νου,
μα απ' την καρδιά μου σκίστηκε ένα τραχύ κομμάτι, αντίτιμο της απονιάς τ' ανθρώπου του στυγνού.






Βασισμένο σε διήγημα του Khalil Gibran.


Leave a Reply