Δεν είναι ο πόνος την στιγμή που βιώνεις μία δυσκολία. Ούτε το κενό που αφήνει πίσω της μια απώλεια.













Το Βιτριόλι εκρινόταν από τον οργανισμό ανθρώπων που βρίσκονταν σε κατάσταση φόβου - αν και ακόμη περνούσε απαρατήρητο από τις σύγχρονες εξετάσεις φασματοσκοπίας. 






















Εξάγνισα τα χείλη μου με την ιερή φωτιά για να μιλήσω για την αγάπη, αλλά όταν άνοιξα τα χείλη μου, ένιωσα ότι ήμουν άφωνος. 




















Η ιστορία γεμάτη από τέτοια εγκλήματα,
δίχως όπλα, αίμα ή θανάτους.
Θύτης και θύματα πορεύονται στο άπειρο,
μα οι ψυχές τους κείτονται στους τάφους.  















Κι εγώ αγαπούσα κάποιον και τον έχασα. 
Ήταν ένα παιδί, ένα νέο αγόρι. Κι εγώ τότε ήμουν πολύ νέα. 
Δεκάξι χρονών έκανα τη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής μου, τον έρωτα.  



















(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.



















Δεν περνάνε οι ώρες
χρόνο πια δεν μετράμε,
συντροφιά ξεκινήσαμε
όμως μόνοι γυρνάμε. 












Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού. 
















«Είσαι έτοιμη ν’ ακούσεις;
Αυτή τη φορά έφτασες πάρα πολύ κοντά.  Με κοιτάς σχεδόν στα μάτια.
Δεν το περίμενα...
θ’ ακούσεις, ή θα κάνεις αυτό που κάνεις πάντα;
»





















Ήταν περίπου 80 χρονών.
Μου πήρε το χέρι και το ακούμπησε στα μαυροφορεμένα γόνατα της.
Η παλάμες της άγριες και τα χέρια της γεμάτα ρυτίδες, ανέδυαν όμως τόση ζέστη που έφτανε μέχρι την καρδιά μου και την έκανε να χτυπάει διαφορετικά.














Βουτώ για ν’ αντικρίσω το βυθό μου,
γοργόνα δίχως φως, με ξένα λέπια.
Κι αν είναι να επιλέξω τον πνιγμό μου,
γαλήνια θ’ αφεθώ στα δυο σου χέρια...



Του Αυγούστου ροδομάγουλο μωρό,
δυο φλόγες μες τα μάτια του φωτίζουν
τις μοίρες στο προσκέφαλο σα σμίγουν,
κι η Άτροπος να ερίζει την Κλωθώ.





















Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.  













Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.













Στρέψε τα μάτια σου στον καθρέφτη
που ο χρόνος έχει πια ξεθωριάσει
και βυθίσου σε μια άλλη εποχή,
που έλπισες πως θα είχες ξεχάσει.













 


Μια ανάσα.
Προσπαθείς να κλέψεις όσο περισσότερο αέρα μπορείς, σαν να είναι η τελευταία σου.
Μια εκπνοή κι αδειάζεις. 















Εύστροφε Οδυσσέα για θάλασσα βαθιά,
απ’ το λιμάνι φεύγεις ζωσμένος με σκοινιά.



















Ακίνητος στην μέση μιας αχανούς έκτασης.
Το μόνο ανθρώπινο στοιχείο σ' ένα τοπίο απόλυτης ελευθερίας.  














Κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει.
Γιατί, γιατί, γιατί, γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος.
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί.
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος...

...σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα...



Fred Boissonnas (1858 - 1946).
Την περίοδο 1900-1930 αποτυπώνει με τη φωτογραφική του μηχανή, 

όψεις της ελληνικής κοινωνίας.
Ένα σημαντικό Ιστορικό και Λαογραφικό αρχείο.


















Είναι στιγμές που η ψυχή αποζητά τη φύση, 
ν' αφουγκραστεί τον ιερό, καθάριο της παλμό,
μες στην πρωτόγεννη ζωή γαλήνια να βαδίσει, 
αρχαίων, αγήρευτων θεών ν' ακούσει το λυγμό.
















“Στην πυρά, είπες”.
“Ναι, στο μέλλον θα πεθάνουν στην πυρά χιλιάδες και χιλιάδες χιλιάδων άντρες και γυναίκες».




















Aziz Nesin - Be Silent  
Αζίζ Νεσίν - Σώπα μη μιλάς  
Μαριέτα Ριάλδη, Ηρώδειο 2007