Η πολυθρόνα
















«Είσαι έτοιμη ν’ ακούσεις;
Αυτή τη φορά έφτασες πάρα πολύ κοντά.  Με κοιτάς σχεδόν στα μάτια.
Δεν το περίμενα...
θ’ ακούσεις, ή θα κάνεις αυτό που κάνεις πάντα;
»


Είχε κάτσει έξω-έξω στην πολυθρόνα, είχε ακουμπήσει τους αγκώνες στα γόνατα κι είχε μπλέξει τα δάχτυλα του. Όλα εκτός απ’ τους δείκτες... τους χτυπούσε απαλά μεταξύ τους, σ’ ένα σταθερό ρυθμό.
Το μικρό, στραβό και χαιρέκακο μειδίαμα, ήταν το μόνο που έβλεπα στο πρόσωπο του.
Με κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια.  Πώς μπορεί να μην τ’ ανοιγοκλείνει, σκεφτόμουν;
Μέτραγα τα δευτερόλεπτα που παρέμεναν ορθάνοιχτα και μ’ είχαν καρφώσει στη θέση μου.
Είχε έρθει τόσο κοντά στο πρόσωπο μου που ένιωθα τη ζέστη απ’ την ανάσα του στα χείλια μου.
Τα δόντια μου είχαν σφίξει τόσο που σκεφτόμουν πως ίσως σπάσουν.
Ήθελα να τον σπρώξω με τόση δύναμη που να τον δω να πέφτει απ’ την πολυθρόνα και να σωριάζεται στο πάτωμα.
Φαντασιωνόμουν την έκπληξη του την ώρα που θα ακουμπούσα τις παλάμες μου στο στήθος του και θα τον έσπρωχνα. Έσφιξα κι άλλο τα σαγόνια μου, από ευχαρίστηση αυτή την φορά.
Δεν έκανα τίποτα όμως.  Ένιωθα το σώμα μου παγωμένο και άδειο.
Το χρώμα μου και η θερμοκρασία παρέπεμπε σ’ έλλειψη, ακόμα κι αίματος.  Άσπρη και παγωμένη.
Γιατί δεν τον έσπρωχνα; Γιατί δεν έφευγα; Γιατί έμενα ν’ αναπνέω την ζέστη απ’ αυτή την ανάσα που μου προκαλούσε ναυτία και ταχυπαλμία;

«Γιατί δεν μιλάς;
Κάθε φορά γύρναγες το κεφάλι εγκαίρως. Τώρα γιατί συνέχισες;
Θέλεις να μ’ ακούσεις.  Βράζεις από λαχταρα να μ’ ακούσεις.
Θέλεις οι σκέψεις σου ν’ αποχτήσουν ήχο.  Να τις ακούς και να κλαις.
Γιατί ούτε σαν σκέψεις δεν τις άντεξες ποτέ.
Τι έγινε, βαρέθηκες ή μήπως δεν είσαι ευαίσθητη πια και μπορείς να μ’ αντιμετωπίσεις;
»

Ο ήχος απ’ το γέλιο του, γέμισε τα μάτια μου.

ΟΧΙ ΑΥΤΟ!

Αυτό γίνεται πάντα.  Αυτό αποφεύγω πάντα, πάντα, πάντα!
Δεν θέλω να κλάψω, δεν είμαι στενοχωρημένη, θέλω να φωνάξω είμαι θυμωμένη γαμώτο.
Πνίγομαι από θυμό, θέλω να φωνάξω μέχρι να παραμορθωθεί το πρόσωπο μου, μέχρι να πνιγώ.  Θέλω να σε βρίσω, να σε πληγώσω, να σε ισοπεδώσω. Το ξέρω ότι μπορώ.

ΦΩΝΑΞΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ...!

ΦΩΝΑΞΕ...!

Τίποτα.

«Έλα, σταμάτα.  Βαριέμαι συνέχεια το ίδιο.  Εσύ δεν έχεις βαρεθεί τον εαυτό σου;»

Ακούμπησε την πλάτη του πίσω κι έκατσε σταυροπόδι.

«Να ξεκινάς πάντα εξαγριωμένη, έτοιμη να με ξεσκίσεις και πάντα καταλήγεις να κλαις;
Είσαι τόσο πρόβλέψιμη πια.
»

«Ξέρεις γιατί δεν μιλάς;
Έχεις πλησιάσει τόσο την αλήθεια που δεν τολμάς να την ξεστομίσεις.
Να πεις, τι; Ότι είμαι δημιούργημα σου;
Ότι είμαι εδώ γιατί εσύ με κάλεσες; Ενώ ήξερες...;
Πάντα το ήξερες κ α κ ο μ ο ί ρ α μου.
»

Την τελευταία λέξη σχεδόν την συλλάβισε. Α ρ γ ά . . .
Για να διαρκέσει περισσότερο το άκουσμα της και να φτάσει στ’ αυτιά μου κομμάτι κομμάτι.

«Ήλπιζες μόνο, πάντα, ότι θα κάνω κάτι άλλο απ’ αυτό που περίμενες.
Κάθε φορά η ίδια ηλίθια ελπίδα.
»

Μίλα! Τίποτα.

«Με πλήγωσε. Με πρόδωσε. Με παράτησε. Δεν μ’ έχει ανάγκη.
Μ’ έχει ανάγκη, πρέπει να τρέξω.
Με πλήγωσε. Με πρόδωσε. Με παράτησε. Δεν μ’ έχει ανάγκη.
Μ’ έχει ανάγκη, πρέπει να τρέξω.
»

Τίποτα.

«Ήταν τόσο αστείο όλο αυτό.
Όχι πως δεν μου προκαλούσε κάποια συμπάθεια, αλλά αυτό μόνο.
Πράγματικά μ’ εξυπηρέτησες πάρα πολύ κι αυτό στο αναγνωρίζω.
Αυτά τα ενδιάμεσα μόνο με κούραζαν αλλά εντάξει.
»

Κουνήσου! Τίποτα.

Φώναξε! Τίποτα.

Τίποτα.

«Ξέρεις πότε γεννήθηκα;
Όταν συνειδητοποίησες ότι είσαι πολύ αδύναμη για ν’ αντιμετωπίσεις τον οποιονδήποτε.
Ζήτησες έναν σωτήρα, και ήρθα.
Όχι για να σε σώσω απ’ τα δεινά σου, αλλά γιατί ήθελες ένα αντίπαλο δέος.
Κάποιον να σε κάνει να νιώσεις δυνατή.
Παρασύρθηκες όμως απ’ την φύση σου κι άρχισες να υπηρετείς κι εμένα.
Ήσουν τόσο αστεία.
     
     Γιατί περίμενες ότι θα σου προσφέρω κάτι;
Ήμουν υποχρεωμένος; Όχι, σωστά!
Γιατί ήμουν καλός; Ούτε αυτό.
Έψαχνες απλά έναν τρόπο να παραμείνεις μικρή κι αδύναμη.  Ανύπαρκτη.
     Να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσεις κανέναν...
Ήθελες κάποιον να τρέχεις, να επιβεβαιώνεσαι όταν οι ‘δυνάστες’ σου έκαναν καλά την δουλειά τους.
Δεν λειτουργεί όμως έτσι.  Θα μπορούσα να στο είχα πει αλλά γιατί;
Ο κόσμος δεν έχει χώρο για τους αδύναμους, γλυκιά μου.
Γεμίσαμε...
»

Δεν έκλαιγα πλέον.  Όχι σαν συναισθηματική αντίδραση τουλάχιστον.
Απλά τρέχανε τα μάτια μου.
Σαν την βρύση που έχει χαλάσει και στάζει.
Είχα δύο γυάλινα μάτια που είχαν χαλάσει και έσταζαν.
Γευόμουν το υγρό που έβγαινε και θυμάμαι ότι ήταν αλμυρό.
Έφτανε στο σαγόνι μου και μετά έσταζε κάτω.
Ήθελα να σηκώσω το χέρι μου να το σκουπίσω αλλά ποιο το νόημα;

«Στην πορεία γέννησες κι άλλους σωτήρες.
Κάποιον να σε σώσει απο ‘μένα, κάποιον να σε σώσει απ’ τον επόμενο και γύρναγες σαν την άδικη κατάρα κι έψαχνες σωτήρες. Και τους έβρισκες πολύ εύκολα.
Έχεις ιδέα πόσοι είμαστε; Αμέτρητοι.
Και τους υπηρετούσες όλους.  Ταπεινά, σεμνά και χωρίς καν αντιρρήσεις.
Και θύμωνες! Γιατί θύμωνες;
Ξέρεις κανέναν που θα έλεγε όχι σ’ έναν τόσο υπάκουο αυλικό;
     Δεν μπορούσες να σηκώσεις το βάρος της ζωής σου.
Ήθελες κάποιον να σου τη σχεδιάσει.
Να γίνεις μία κούκλα που θα την παίζουν και θα τη βάζουν όπου θέλουν.
Όπου ταιριάζει καλύτερα με την υπόλοιπη διακόσμηση.
Αρκεί να τηn χαϊδεύουν, να την χτενίζουν και να την φροντίζουν.

     Δεν υπολόγισες ότι κάποια στιγμή θα σε βάλουν στο πατάρι.
Εκεί που πάνε όλα τα παιχνίδια όταν παλιώσουν. Αν όχι στα σκουπίδια...
Λέω ψέματα;
»

Πότε μπλέχτηκε τόσο η αλήθεια με το ψέμα; Σαν τα δαχτυλα του...

Δεν είμαι πια στην θέση μου.
Ήσυχα και χωρίς να με δει, έφυγα και πήγα στην γωνία του δωματίου.
Κάθομαι στο πάτωμα και μ’ έχω αγκαλιάσει.
Μόνο το σώμα μου άφησα, μαζί του.

Ο τόνος της φωνής του, χαμήλωσε.

«Θέλω να βγω έξω και να κοιτάξω τον ήλιο μέχρι να με τυφλώσει.
Να περπατήσω σε μια καυτή αμμουδιά, να με γαργαλάει η άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα και να με καίει.
Να βουτήξω και να μείνω κάτω απ’ το νερό όσο μπορώ, με τα μάτια ανοιχτά.
Να στάζουν τα μαλλιά μου, πάνω στην πλάτη μου και ν’ ανατριχιάζω.
Να χαϊδέψω τον κορμό ενός δέντρου μέχρι να ματώσουν τα χέρια μου.
Να σταθώ στο πλάϊ του δρόμου και ν’ακούω τον θόρυβο απ’ τα αυτοκίνητα μέχρι να με πιάσει πονοκέφαλος.
Να κοιτάξω κάτω απ’ τον γκρεμό μέχρι να βουήξουν τ’ αυτιά μου απ’ τον φόβο.
Να μείνω ξάγρυπνη το βράδυ απ’ την ταχυπαλμία αλλά να μην ανάψω το φως.
»

Τώρα μιλούσε με την φωνή μου.

«Να φύγω κι όχι να φεύγω.
Να έχω στην αυλή μου μια πικροδάφνη.
Να σχεδιάσω έναν κύκλο από κιμωλία και να καθήσω οκλαδόν μέσα του.
Να φορέσω ένα λευκό φόρεμα και να το λερώσω με παγωτό.
»

Το κεφάλι του εξαφανίστηκε.
Στην θέση του εμφανίστηκε ένας στρογγυλός καθρέφτης με μία ασημένια κορνίζα.
Έβλεπα μέσα του, το είδωλο μου. Όμορφο και γαλήνιο.
Μου χαμογελούσε...
Χωρίς εγώ να κινούμαι, αυτό μιλούσε. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος όμως.
Έβλεπα μόνο τα χείλια της (τα χείλια μου), να κινούνται.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι λέει (τι λέω).
Πήρε έναν μαρκαδόρο κι άρχισε να γράφει πάνω στον καθρέφτη.
Σαν να ήταν ένα απλό τζάμι που με χώριζε από έναν άλλο κόσμο.
Οι λέξεις σχηματίζονταν ανάποδα, μέχρι που άρχισαν να γίνονται προτάσεις.
Μόλις ξεκινούσε την επόμενη, άρχιζε να σβήνεται η προηγούμενη χωρίς να προλαβαίνω να διαβάσω.


«Τώρα θα μ’ ακούσεις.
Βλέπεις πόσο κοντά σου έχω φτάσει. Σε κοιτάω μέσα στα μάτια.
Είμαι σίγουρη οτι δεν το περίμενες.
»

Στεκόταν όρθιος με τα χέρια στις τσέπες. Ανέκφραστος.
Είχε γείρει απ’ την μια πλευρά, ακουμπούσε με τον ώμο του στον τοίχο και με κοιτούσε.
Εγώ ήμουν καθισμένη στο μπράτσο της πολυθρόνας, κι εκείνη την στιγμή είχα σκύψει το κεφάλι μου κι έφτιαχνα την φούστα μου. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο μου.
Δεν ήταν χαμόγελο ευτυχίας ούτε καν ικανοποίησης. Έμοιαζε περισσότερο σαν μυικό σπασμό που δεν είχε γεννηθεί από κάποιο συναίσθημα.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Ακούμπησα το χέρι μου στην πολυθρόνα, το σήκωσα για ένα δευτερόλεπτο μόνο για να δω το σημάδι από ιδρώτα που είχε αφήσει, και το ξανακούμπησα.

«Ξέρω πως είσαι δικό μου δημιούργημα. Αν δεν ήμουν εγώ, δεν θα υπήρχες.
Σε γέννησα όμως κι απέκτησες ανθρώπινη υπόσταση.
Δεν θα σε εξαφανίσω λοιπόν.
Θέλω να υπάρχεις πάντα για να θυμάμαι ποια είμαι.
Τι υπάρχει μέσα μου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να βγει στην επιφάνεια.
Θα σε αποδυναμώσω όμως. Θα μείνει μόνο ένα αχνό περίγραμμα σου χωρίς περιεχόμενο.

     Κενός.»

«Κάποτε αυτή η πόρτα ήταν ανοιχτή.», είπα και του υπέδειξα το σημείο πίσω μου, μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Τα μάτια του δεν έφυγαν από πάνω μου κι έτσι συνέχισα.

«Όχι ακριβώς ανοιχτή, αλλά υπήρχε μια χαραμάδα λίγων χιλιοστών.
Θα μπορούσα να την έχω κλείσει αλλά δεν ήθελα.
Πάντοτε πίστευα ότι είναι ευτυχία να μπορείς να κοιμάσαι με την πόρτα σου ανοιχτή.
Είναι η πόρτα απ’ την οποία μπήκες, θυμάσαι;
»

Το δεξί του ακρόχειλο, σηκώθηκε ελαφρώς δημιουργώντας μια εξαιρετικά ενοχλητική απομίμηση χαμόγελου.

«Δεν χτύπησες ποτέ, ούτε καν την άνοιξες για να μπεις.
Εγώ σου την άνοιξα και παραμέρισα για να μπεις. Μετά πήγα για ύπνο... ήσυχη!
Μπήκες κι αμέσως οικειοποιήθηκες το σπίτι μου.
Άλλαξες τα έπιπλα, πέταξες κάποια, αγόρασες κάποια καινούργια.
Πέταξες τα λουλούδια γιατί δεν σου άρεσαν ποτέ και έβαψες τους τοίχους άσπρους.

     Ήσουν πολύ ήσυχος γι’ αυτό συνέχισα να κοιμάμαι. Δεν μ’ ενόχλησες καθολου...
Όταν ξύπνησα και βγήκα απ’ το δωμάτιο μου, είχες ήδη αλλάξει τα πάντα.
Πριν προλάβω να επεξεργαστώ την ελάχιστη παύση στην αναπνοή μου, όταν αντίκρυσα τον νέο χώρο, μ’ έπεισα ότι μου αρέσει.
»

«Ναι, ναι μου αρέσει», σκέφτηκα.  «Είναι απλό, λιτό και χαλαρωτικό.»

«Στην αρχή ένιωθα ότι ήταν δικό μου, όπως και ήταν.
Έρχονται κάποιοι λίγοι φίλοι, πολύ αραιά, και περνούσαμε χρόνο μαζί.
Πάντοτε όταν έλειπες.
Το φρόντιζα, το καθάριζα πάντα με προσοχή να μην αλλάξω κάτι. Να μην μετακινήσω κάτι.
Δεν είχα ακόμα συνδυάσει το γεγονός πως όταν εγώ υπήρχα στο σπίτι, εσύ έλειπες.
Σχεδόν πάντα, όταν ερχόσουν, τύχαινε και ήμουν αλλού ή κοιμόμουν.
Δεν είχα σκεφτεί καν πως μπαίνεις. Δεν θυμάμαι ποτέ να ‘χω ακούσει το κουδούνι ούτε θυμάμαι να ‘χω έρθει ποτέ στην πόρτα για να σου ανοίξω.

Θύμωνες κι έκρινες τους ανθρώπους που έβαζα στο σπίτι χωρίς να σκεφτώ, η ηλίθια, ότι δεν τους έχεις δει ποτέ σου.  Δεν ξέρεις καν ποιοι είναι και τι θέλω απ’ αυτούς.
Συμφωνούσα όμως. Όχι απλά συμφωνούσα αλλά τους έντυνα με τα ρούχα που μου έδινες γι’ αυτούς.

Θυμάσαι που άλλαξα θέση σ’ αυτή την πολυθρόνα; Ήταν στο μέσα δωμάτιο και την έφερα εδώ.
Είχες φωνάξει, είχες γίνει έξαλλος και αναγκαστικά την μετακίνησα πίσω στην θέση της.
»

Έφυγα απ’ το μπράτσο της πολυθρόνας και μ’ ένα μικρό βήμα, έκατσα.
Δεν είχες κουνηθεί ούτε χιλιοστό.
Αν δεν ήταν κι αυτό το χαζό ακρόχειλο σου που πήγαινε πάνω κάτω, δεν θα ήμουν σίγουρη ότι αναπνέεις.

«Ήμουν ικανοποιημένη όμως. Ήταν το σπίτι (μας).
Μου άρεσαν τα έπιπλα (μας).
Τα βιβλία (μας).
Οι δίσκοι (μας).
...
Γελάς, ε; Λογικό.
Κι εγώ θα γελούσα στην θέση σου.
»

«Ξέρεις πότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά;
Όταν άρχισα να σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν να έχω ένα σπίτι δικό μου.
Σκεφτόμουν τι έπιπλα θα έβαζα μέσα, τι χρώματα, τις κουρτίνες που θα διάλεγα, τα πάντα.
Και πάντα μ’ έπιανε θλίψη που δεν μπορούσα.
     Άθελα σου πάλι, έδωσες την απάντηση.
Ήταν η μερα που για δεύτερη φορά μετακίνησα αυτή την πολυθρόνα.
Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν μου άρεσε ποτέ, στο μέσα δωμάτιο.
Περνούσα δίπλα της και νευρίαζα που την έβλεπα. Ήταν τελείως παράταιρη.
Την σιχαινόμουν. Δεν στο είπα ποτέ, αλλά πραγματικά την σιχαίνομαι αυτή την πολυθρόνα.
Όταν λοιπόν φωναξες πάλι για την μετακίνηση, κάτι έγινε.
Μην με ρωτήσει, τι.. δεν ξέρω.
Την ώρα που φώναζες δεν σε άκουγα.
Σκεφτόμουν μόνο την εικόνα σου, να κάθεται σ’ αυτή την πολυθρόνα.
     Ήσουν εξίσου παράταιρος μ’ αυτή.
Εσύ εξακολουθούσες να φωνάζεις κι εγώ εξακολουθούσα να μην ακούω.
Όλες μου οι αισθήσεις είχαν οξυνθεί, εκτός απ’ την ακοή μου που είχε απενεργοποιηθεί.
Κοίταξα την πόρτα και με την άκρη του ματιού μου, αντιλαμβανόμουν τις έντονες κινήσεις που έκανες.
Εσύ κι η πόρτα. Αυτή ήταν η απάντηση.
»

«Θα μπορέσεις τώρα;», με ρώτησε όσο απομακρυνόταν απ’ το τοίχο κι ενώ άρχισε να βηματίζει.

«Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι δεν μ’ αρέσουν οι άσπροι τοίχοι.
Και αγαπώ τα λουλούδια. Θέλω μία πικροδάφνη.
Και δεν θέλω εσένα εδώ μέσα.
»

«Θα πρέπει να κλειδώσεις την πόρτα.»

Ο βηματισμός εξακολουθούσε να είναι αργός. Είχε σκύψει και κοίταζε τα πόδια του.

«Όχι. Αυτή η πόρτα δεν πρόκειται να κλειδώσει ποτέ.»

Ήταν η πρώτη φορά που είδα στο πρόσωπο του κάτι. Απορία.
Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι πραγματικά είχα δημιουργήσει κάτι ανθρώπινο.
Δεν ήξερε τι είναι. Ίσως να μην μάθαινε ποτέ.
Ήταν φτιαγμένος από κάρβουνο. Μέσα κι έξω. Αυτό δεν θ’ άλλαζε ποτέ.
Αν αποφάσιζε, κάποτε, να λερωθεί ίσως και να έβρισκε κάτι. Ίσως.
Προς το παρόν, ήμουν η μόνη που είχα λερωθεί. Μέσα κι έξω. Αυτό όμως θ’ αλλάξει.

«Όχι, δεν θα την κλειδώσω ποτέ. Θα την κλείσω όμως. Μόνο μέχρι να την ξανανοίξω...
Για να μπει κάποιος που θ’ αγαπάει τα λουλούδια και τα χρώματα.
»

Δεν είπα τίποτα άλλο.

Αμίλητη, κοιτούσα το σημάδι από ιδρώτα που είχα αφήσει στο μπράτσο της πολυθρόνας.
Ο ήχος απ’ τα βήματα δεν ακουγόταν πια.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ακούστηκε ο ήχος της πόρτας που έκλεινε.


Leave a Reply