Μονολογώντας...
















Κι εγώ αγαπούσα κάποιον και τον έχασα. 
Ήταν ένα παιδί, ένα νέο αγόρι. Κι εγώ τότε ήμουν πολύ νέα. 
Δεκάξι χρονών έκανα τη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής μου, τον έρωτα.  
Ήταν κάτι απροσδόκητο και βαθύ που γέμισε την ύπαρξη μου ολόκληρη. 
Ο κόσμος φανερώθηκε μπροστά μου σαν κάποιος να ‘ριξε ξαφνικά ένα δυνατό φως πάνω σε κάτι που ήταν πάντα κρυμμένο στο μισοσκόταδο. 
Ήμουν όμως άτυχη. 
Υπήρχε κάτι παράξενο σ’ αυτό το παιδί. Κάτι νευρικό, κάτι το μαλακό και τρυφερό. Κάτι που δεν ήταν εντελώς αντρικό. Ήρθε κοντά μου να τον βοηθήσω. 
Τότε δεν ήξερα τίποτα. 
Το έμαθα πια όταν είχαμε παντρευτεί, όταν γυρίσαμε απ’ το ταξίδι μας. 
Κατάλαβα πως δεν ήμουνα ικανή να του δώσω τη βοήθεια που ζητούσε. 
Έφευγε η γη κάτω από τα πόδια του και πιανόταν απάνω μου για να κρατηθεί. 
Μα εγώ όχι μόνο δεν μπορούσα να τον κρατήσω, αλλά γλιστρούσα μαζί του στην άβυσσο.
Ακόμα δεν ήξερα τίποτα, ήξερα μόνο πως τον αγαπούσα. 
Τον αγαπούσα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. 
Και δε μπορούσα να τον βοηθήσω σε τίποτα. Κι ούτε τον εαυτό μου μπορούσα να βοηθήσω.
Αργότερα τ’ ανακάλυψα όλα. 
Τ’ ανακάλυψα με το χειρότερο τρόπο που μπορούσε να γίνει. 
Μπήκα κάποιο βράδυ σ’ ένα δωμάτιο που νόμιζα πως ήταν άδειο. 
Εκεί, είδα το αγόρι που παντρεύτηκα μαζί μ’ έναν άντρα μεγαλύτερο του. Κάποιον που ήταν φίλος του από χρόνια. 
Κάναμε κι οι τρεις σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. 
Μπήκαμε όλοι μαζί στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το καζίνο. Όλη την ώρα πίναμε και γελούσαμε και χορεύαμε σαν τρελοί. Και ξαφνικά, εκεί που χορεύαμε, το αγόρι που παντρεύτηκα, μ’ αφήνει και φεύγει τρέχοντας έξω. 
Σε λίγο ακούστηκε ο πυροβολισμός. 
Έτρεξα έξω. 
Έτρεξαν όλοι προς τα κει. 
Μαζεύτηκε κόσμος γύρω από κάτι φριχτό στην άκρη της λίμνης. 
Ήταν τόσοι πολλοί που δεν μπορούσα να προχωρήσω. 
Κάποιος μ’ έπιασε από το χέρι. «Μην πλησιάζετε, γυρίστε πίσω, δεν πρέπει να δείτε». 
«Να δω; Να δω; Να δω τι;». 
Τότε άκουσα φωνές να λένε «Ο Άλαν Γκρέυ. Ο Άλαν Γκρέυ…». 
Έβαλε το περίστροφο στο στόμα του και τράβηξε. 
Το κεφάλι του έγινε χίλια κομμάτια. 
Σκοτώθηκε. 
Γιατί καθώς χορεύαμε δεν κρατήθηκα και ξαφνικά του είπα...
«Σε είδα. Τώρα σε ξέρω καλά. Σε σιχαίνομαι». 
Κι ο προβολέας που φώτιζε τον κόσμο μονομιάς έσβησε. 
Κι από κείνη τη στιγμή, ποτέ δε βρέθηκε φως δυνατότερο απ’ αυτό το κερί της κουζίνας...

(Μονόλογος της Blanche απ' το θεατρικό έργο "Λεωφορείον ο Πόθος" του Tennessee Williams


Leave a Reply