Γεννέθλιον






















Του Αυγούστου ροδομάγουλο μωρό,
δυο φλόγες μες τα μάτια του φωτίζουν
τις μοίρες στο προσκέφαλο σα σμίγουν,
κι η Άτροπος να ερίζει την Κλωθώ.


Δυο χέρια στα ουράνια απλωμένα,
λεχούδι που το στήθος αναγυρεύει,
μέρα τη μέρα, μεστώνει και θεριεύει,
χελιδονάκι με τα φτερά του ανοιγμένα.

Οι μήνες εναλλάσσονται στα χρόνια
και αγρίμι αυτό που ο τόπος δεν χωρά,
τρέχει, ονειρεύεται, μαγεύεται, γελά,
στα δάση αδερφός με δέντρα αιώνια.

Ο Ήλιος οδηγός του και προστάτης,
σαν την Αμάλθεια το κορμί του τρέφει,
το έχει μονάκριβο παιδί και το προσέχει
κι η Γη μάνα που το κρατά κοντά της.

Ο χρόνος στη μορφή του σχηματίζει,
τον θεό Έρωτα, ψυχή, σώμα και πνεύμα,
ωραία θωριά, αγνή καρδιά, καθάριο βλέμμα
κι η πλάση όλη, Άνοιξη, που μέσα ανθίζει.

Μα η προίκα των θεών, πείνα για γνώση,
και μια διάνοια οξεία σαν ξυράφι,
ένας επιμελής μαθητής που καταγράφει,
για να αντιληφθεί και για να μεταδώσει.

Η δίψα της ψυχής, πηγή γυρεύει,
σε ξένους τόπους, ανθρώπους κι ήχους,
οι σκέψεις ξεδιπλώνονται σε στίχους
και η μουσική του πλοίο που ταξιδεύει.

Ένα εκλεκτό παιδί που ωριμάζει
σε κόσμο αλλότριο, κρατά τη μοίρα του,
ο Απόλλωνας του χάρισε τη λύρα του
και μες στα σπλάχνα του ο Ήλιος το ησυχάζει.



Categories:

Leave a Reply