Το σκουριασμένο γρανάζι του χρόνου

...όταν οι μέρες φαντάζουν ατέλειωτες,
τότε αρχίζουν τα χρόνια να περνάνε γρήγορα...






















Ο Πέτρος ήταν δεύτερος καπετάνιος σε γκαζάδικο. Τέσσερις μήνες στεριά, οκτώ θάλασσα.
Η Ανθή λάτρευε τα παιδιά, γι’ αυτό κι έγινε νηπιαγωγός.

Γνωρίστηκαν τυχαία, όταν αυτός πήγε να πάρει την ανιψιά του, της αδερφής του το παιδί από το νηπιαγωγείο.
Όσον καιρό ήταν ξέμπαρκος, του άρεσε να αισθάνεται λιγάκι γονιός.
Της είχε και αδυναμία γιατί είχε τ’ όνομα της συχωρεμένης της μάνας του.

Την αγάπησε πολύ την  Ανθή. Κι εκείνη βέβαια μάτια γι’ άλλον δεν είχε.
Παντρεύτηκαν μετά από ένα χρόνο, κι ας είχαν περάσει μαζί μόνο έξι μήνες.
Είχε μπαρκάρει για Αμερική και Ασία. Αλλά της τό’ χε πει:
«Μόλις γυρίσω απ’ το ταξίδι θα παντρευτούμε ματάκια μου, θα κάνουμε οικογένεια. Δικά μας παιδιά.
Εκεί που έζησα όλα τα χρόνια μου κι άλλη γυναίκα εκτός απ’ τη μάνα μου δεν μπήκε.
Μόνο εσύ… δικό σου θα γίνει».

Μια μικρή μονοκατοικία, ένας κήπος με γεράνια.
Όπως τα άφησε η συχωρεμένη η μάνα του.
Έτσι τα βρήκε η Ανθή κι έγιναν η ζωή της.
Και τους έφταναν.
Η αγάπη δυο ανθρώπους θέλει μόνο…

Τη δεύτερη επέτειο του γάμου τους την περάσανε χώρια.
«Τρία χρόνια» σκέφτηκε ο Πέτρος. «Τα δυο μονάχη της…».
Αλλά ποτέ δεν του παραπονέθηκε. Κάθε που γύριζε απ’ τις θάλασσες, χοροπήδαγε σαν παιδάκι.
Κρεμόταν από πάνω του και δεν τον άφηνε στιγμή … μέχρι την ώρα που ξανάφευγε.
Την αγαπούσε τη θάλασσα ο Πέτρος. Αλλά αγαπούσε περισσότερο την Ανθή του.
Καθισμένος στον κήπο με τα γεράνια την χάζευε.
Του μίλαγε, έπαιζε με τα μαλλιά του, τον πείραζε, τον φιλούσε τρυφερά… σαν να ήθελε να τον χορτάσει…
Το πήρε λοιπόν απόφαση:
«Ένα ταξίδι ματάκια μου. Τελευταίο. Και μετά θα αράξω δίπλα σου. Θα γίνω στεριανός».
Αυτή τον κοίταξε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο.
Τα μάγουλα της κοκκίνισαν, τα μάτια της έλαμψαν.
«Σ’ ευχαριστώ» ψέλλισε.
Κάθισε στα πόδια του, τον αγκάλιασε, έκλεισε τα μάτια της και ηρέμησε.
Άρχισε να ονειρεύεται… και τα όνειρα της τα έβλεπε ο Πέτρος και χαμογελούσε.

Στην πολύχρωμη αίθουσα του νηπιαγωγείου τα μικρά θηρία είχαν ηρεμήσει.
Λίγο το παιχνίδι όλης της μέρας, λίγο η μεσημεριανή ώρα και κυρίως η γλυκιά φωνή της Ανθής
που διάβαζε μια ιστορία-παραμύθι, τα είχαν σχεδόν αποκοιμίσει.
Η πόρτα άνοιξε δειλά. Η Κατερίνα, η αδελφή του Πέτρου, της έκανε νόημα.
Χαμογελώντας πετάχτηκε απ’ τη θέση της κι έτρεξε κοντά της.
«Νωρίς ήρθες, δεν τελειώσαμε ακόμα. Μην περιμένεις για τη μικρή, θα τη φέρω εγώ».
«Δεν ήρθα γι’ αυτό» είπε η Κατερίνα. «Πρέπει να σου μιλήσω…»

Ανοιχτά της Αργεντινής, η θάλασσα κι ο ουρανός ντυμένοι στα μαύρα λυσσομανούν χωρίς έλεος…
Ένα καράβι κομμένο στα δυο, μισοβυθισμένο καίγεται…

Τηλέφωνα χτυπάνε, άνθρωποι τρέχουν χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν και τι να πουν.
Δυο μέρες άυπνοι προσπαθούν να μάθουν κάτι… μιαν είδηση , οτιδήποτε.
Πώς να αντέξεις το καρφωμένο πάνω σου βλέμμα μιας μάνας
που έχει πετρώσει σαν άγαλμα από την αγωνία και τον πόνο;
Ενός πατέρα που μέσα σε μια στιγμή σβήστηκε ότι αγωνίστηκε και πάλεψε στη ζωή του;
Και δεν έχεις να τους πεις τίποτα… τίποτα…
Ανάμεσα τους η Κατερίνα κάθεται αποκαμωμένη και βουβή. Δεν έχει άλλα δάκρυα, μόνο βαθιές ρυτίδες.
Και η Ανθή..;
Στέκεται μπροστά σ’ ένα παράθυρο.
Το βλέμμα της απλανές, τα μεγάλα μάτια της έχουν καλύψει το πρόσωπο της.
Ο χρόνος έχει σταματήσει και το μυαλό της δεν μπορεί να χωρέσει τις σκέψεις της…
Σαν ένας διακόπτης νά’ κλεισε απότομα μέσα της και το «μικρό κοριτσάκι του Πέτρου»
έδωσε τη θέση του σε μια θλιμμένη και μουντή φιγούρα.
«Δε γίνεται… Δεν μπορεί να γίνεται. Μα είναι η ζωή μου… κι εγώ είμαι «τα ματάκια του»…
Δεν μπορεί να φύγει χωρίς εμένα… Δε γίνεται…».
Ο χρόνος σταματάει…
Κι ας λένε οι επιστήμονες άλλα…

Τι έγινε; Πώς έγινε;
Ένας και μόνο επιζών από τους 62.
Ένας Ινδός, μισοπεθαμένος και φοβισμένος.
Άραγε ο Θεός του χάριζε τη ζωή δυο ολάκερες μέρες στην παγωμένη θάλασσα;
Τέσσερις ώρες έκαναν να τον συνεφέρουν απ’ την υποθερμία.
Οι μόνες λέξεις που μπόρεσε να πει ήταν εκρήξεις, κόλαση, πανικός, θάνατος…

Μια βδομάδα μετά, επίλογος.
Το μόνο που μπόρεσε να πει ο υπεύθυνος της εταιρείας ήταν,
«μπορείς σε τέτοια τραγωδία να θεωρήσεις τυχερούς τους έξι αγνοούμενους στην τρικυμία ανάμεσα στους καρχαρίες;
Ή τους δυο που πνίγηκαν και δεν κάηκαν;»

Έφυγαν για τη θάλασσα δυο μέτρα παλικάρια. Γύρισαν πίσω ένα κομμάτι κάρβουνο.
Κι αυτά θα θάψουν οι συγγενείς τους… τα κάρβουνα.
Κι όλους μαζί, ότι απέμεινε… μ’ ένα επιτύμβιο να θυμίζει την τραγική ώρα.

Η πολύχρωμη αίθουσα του νηπιαγωγείου, καιρό τώρα έχει γκρίζο χρώμα στα μάτια της Ανθής.
Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Ακόμα κι αυτά, υπάρχουν στιγμές που το καταλαβαίνουν.
Δεν βοηθά τίποτα και κανένας όταν χάσεις τον κόσμο.
Ούτε φίλοι ούτε ψυχολόγοι.
Τί κι αν πέρασαν δυο χρόνια;
Τι κι αν σου λένε ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός…

Ο Νίκος είχε προσληφθεί να κρατήσει τα παιδιά όσον καιρό έλειψε.
Τώρα δουλεύουν μαζί. Διακριτικός και ήσυχος άνθρωπος.
Με τον καιρό έδειξε την συμπάθεια του στο πρόσωπο της αλλά δε θα την έφερνε ποτέ σε δύσκολη θέση.
Πάντα δίπλα της στο ρόλο ενός καλού φίλου.
Πάντα διακριτικός, προσπαθεί απλά να είναι ευχάριστος, να την κάνει να ξεχνιέται.
Ακατόρθωτο, αλλά είναι το μόνο που μπορεί.

«Δεν μπορείς και δεν το αξίζεις να μείνεις μόνη.
Λες να συνήρθα; Αδερφός μου ήταν.
Αλλά κι αυτός τα ίδια θα σού’ λεγε.
Λες να ήθελε να σε βλέπει δυστυχισμένη;
Τώρα εσύ είσαι αδερφή μου.
Προχώρα Ανθή. Ζήσε εσύ και για τους δυο σας.».
Τα λόγια της Κατερίνας αντηχούσαν στην αρχή σαν σφυριά στ’ αυτιά της.
Με τον καιρό συνήθισε και απλά τα αγνοούσε.
Τελευταία όμως, μια φράση της τρυπούσε το μυαλό: «Λες να ήθελε να σε βλέπει δυστυχισμένη;»…

Κάποια απογεύματα έκανε περιπάτους με τον Νίκο. Τις περισσότερες φορές σιωπηλούς.
Μετά από λίγο καιρό, τρώγανε μαζί δυο τρεις φορές τη βδομάδα μετά τη δουλειά σε ένα κοντινό ταβερνάκι.
Η διακριτικότητα του, η ησυχία που της πρόσφερε και κυρίως το γεγονός ότι ουδέποτε δεν της ζήτησε τίποτα,
τον έφεραν πιο κοντά στη ζωή της.

«Πέντε χρόνια ζούμε τόσες ώρες μαζί κάθε μέρα.
Έρωτες δε ζητάω.
Και ποτέ δε θα θελήσω να πάρω τη θέση του στη καρδιά σου.
Μόνο στοργή έχω να σου δώσω. Κι ίσως αν το θελήσεις κι εσύ, μια ήσυχη οικογένεια. Σκέψου το…».

Ίσως τελικά η Κατερίνα να είχε δίκιο απ’ την αρχή. Αλλά ήταν πολύ νωρίς.
Τώρα, μια ζωή θλιμμένη απόμεινε, αλλά τουλάχιστον να προχωρήσει. Δειλά. Ένα βηματάκι.
Φτάνει τόσο. Να λέει πως είναι ζωντανή.
Κι αυτός ο άνθρωπος, μέσα στο θάνατο της αγάπης της, ήταν ίσως ένα μικρό δώρο Θεού να αντέξει… να συνεχίσει…

Όχι γάμοι σε εκκλησίες. Μια ολιγόλεπτη συνάντηση στο δημαρχείο, απλά για να είναι τυπικά και κοινωνικά μαζί.
Σφίχτηκε η καρδιά της μόνο τη στιγμή που πήρε το χαρτί ότι ήταν «ελεύθερη» λόγω χηρείας.
Πισωπάτησε, αλλά βρήκε δύναμη και τελικά έφτασε στο τέλος.
«Να τελειώνει» σκέφτηκε…

«Δε θέλω να φύγω απ’ το σπίτι μας… Δε θέλω ν’ αφήσω τον κήπο με τα γεράνια.
Σε παρακαλώ Κατερίνα , μη με διώξεις…».
Η Κατερίνα άπλωσε τα χέρια της και την αγκάλιασε. Βούρκωσε.
«Δε θα σ’ έδιωχνα ποτέ απ’ το σπίτι σου Ανθή μου».
Ο Νίκος, λίγα μέτρα πιο μακριά, στέκεται αμίλητος.
Στα μάτια του καθρεφτίζεται η κατανόηση, η συμπάθεια και η αγάπη…

Δεν ήταν εύκολο. Καθόλου. Αλλά ο Νίκος παρέμεινε ο ίδιος.
Πάντα διακριτικός, σαν μια σκιά που την ακολουθεί χωρίς να ενοχλεί, έτοιμος να βοηθήσει αν χρειαστεί.
Η ζωή κυλούσε πάλι ήρεμα, γαλήνια, έτσι όπως διάλεξε και είχε ανάγκη να ζήσει η Ανθή.
Ένας βαθύς σεβασμός ανάμεσα τους.
Ούτε έρωτες, ούτε αισθήματα πάθους. Ακριβώς όπως της είχε πει.
Οι ερωτικές επαφές τους ήταν ελάχιστες , αμήχανες, σχεδόν ασυναίσθητες.
Κανείς τους δεν το επιδίωκε, ούτε ο Νίκος.
Προτιμούσε να την έχει δίπλα του γαλήνια και να μιλάνε, παρά να νοιώθει ότι αγκαλιάζει ένα ξένο σώμα.

Ωστόσο η ηρεμία διαταράχτηκε όμορφα, με την είδηση του ερχομού ενός παιδιού.
Αυτό πάλεψε μέσα της η Ανθή, αυτό ήθελε και τελικά το κατάφερε.
Μια απλή διαδικασία για να μπορέσει να αποκτήσει ένα παιδί.
Χάρηκε ο Νίκος κι ας ήξερε ότι από δω και μπρος θα έχει μια πλατωνική,
αδερφική σχέση με τη γυναίκα που παντρεύτηκε.
Χάρηκε και η Κατερίνα που ένοιωθε να ξυπνάει λίγη χαρά μέσα στη βασανισμένη ψυχή της αδερφής της…

Τεσσάρων μηνών. Ο γιατρός λέει ότι «ο μελλοντικός διάδοχος, αγόρι βλέπετε είναι, χαίρει άκρας υγείας».
Η Ανθή στρέφεται στον Νίκο, τον κοιτάει ήρεμα.
«Θέλω να σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη».
Ο Νίκος χαμογελάει, της χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Δε χρειάζεται να μου πεις, ξέρω. Μη σε νοιάζει, Πέτρο θα το βαφτίσουμε».
Μέσα του σκέφτεται ότι ίσως είχε έναν κρυφό πόθο να πάρει τη θέση του αγαπημένου της.
Είναι  δικό του παιδί… κι όμως… λες και το μοιράζεται με κάποιον που δεν υπάρχει.
Αλλά σύντομα όλες αυτές οι σκέψεις χάθηκαν βλέποντας τα μάτια της Ανθής.
Πρώτη του φορά έβλεπε τα μάτια της να γελάνε.
Πρώτη…

«Θ’ αργήσεις; Να ετοιμάσω φαγητό;»
«Να μην κάνεις τίποτα. Σε μισή ώρα θα’ μαι εκεί και θα τα ετοιμάσω όλα εγώ.
Να μην κουράζεσαι σού’ χω πει», ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής ο Νίκος.
Η Ανθή έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν είχε κανένα σκοπό να κάθεται όλη μέρα, αλλά του έκανε τη χάρη κάπου κάπου.
Ίσα για να αποφεύγει τις παρατηρήσεις του.
Προχώρησε στην εξώπορτα, κατέβηκε τα σκαλιά της εισόδου κι έκατσε στον κήπο.
Στον κήπο με τα γεράνια.
Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκραζόταν τον ανήσυχο γιο της. Χαμογελούσε…
Άκουσε το πορτάκι του κήπου.
Σηκώθηκε να πάει να τον βοηθήσει με τα ψώνια.
«Θα χρειαστεί βοήθεια κι ας λέει ότι τα καταφέρνει μόνος» σκέφτηκε.

Βγαίνοντας προς την έξοδο του κήπου, ξαφνικά αισθάνθηκε τα πόδια της να κόβονται.
Απότομα το αίμα χάθηκε από τα μάγουλα της.
Κιτρίνισε, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
Όπως εκείνη τη μέρα που είχε σταματήσει ο χρόνος.
Σκέπασαν όλο της το πρόσωπο.
Σαν σκουριασμένο σταματημένο γρανάζι, ο χρόνος ξαφνικά και βίαια άρχισε να τρέχει.
Αλλά τώρα κάλπαζε ιλιγγιωδώς κάνοντας ανυπόφορο θόρυβο.

Βρέθηκε στην καταιγίδα, πάνω στο καράβι του Πέτρου. Μέσα κι αυτή.
Ακυβέρνητο από τη λύσσα της θάλασσας.
Έτοιμο να σπάσει στη μέση, να πιάσει φωτιά, να το καταπιεί ο ωκεανός.
Είδε με μιας καμένα κορμιά, πνιγμένους ανθρώπους και ναυαγούς να παλεύουν με τα θεόρατα κύματα.
Ένοιωσε την καταστροφή, τον πόνο, τον πανικό.
Ήθελε να φωνάξει βοήθεια αλλά η φωνή της δεν έβγαινε.
Ήθελε να κλάψει αλλά τα δάκρυα δεν έτρεξαν απ’ τα μάτια της.
Ίδρωνε από αγωνία.
Ήθελε να λιποθυμήσει αλλά μια αόρατη δύναμη, σαδιστική και βασανιστική την κράταγε όρθια.

Το πορτάκι του κήπου έκλεισε…
Ο χρόνος ακαριαία ξαναπάγωσε.
Προχώρησε προς το μέρος της.

«Γύρισα ματάκια μου»…




Leave a Reply