Η θάλασσα... μάνα














Βουτώ για ν’ αντικρίσω το βυθό μου,
γοργόνα δίχως φως, με ξένα λέπια.
Κι αν είναι να επιλέξω τον πνιγμό μου,
γαλήνια θ’ αφεθώ στα δυο σου χέρια...



«Ας καταφέρω, Θεέ μου, να βγάλω από μέσα μου όλα όσα έχω...», σκέφτεσαι και τα δάχτυλα σου περιμένουν. Περιμένουν να κάνεις την πιο μεγάλη και την πιο επικίνδυνη βουτιά, σ’ έναν ταραγμένο ωκεανό. Ακούς τα κύματα να θεριεύουν και να σπάνε εκεί που γεννήθηκαν... στο νερό. Ανήμπορος ν’ αντισταθείς στην δύναμη της φύσης, έχεις αφεθεί να σε πάει η θάλασσα όπου θέλει. Σε τραβάει στα σπλάχνα της, σε βγάζει στην επιφάνεια λίγο πριν πνιγείς για να κλέψεις μια στάλα οξυγόνο και ξανά μέσα.
Πνίγεσαι. Προσπαθείς ν’ αντισταθείς στον πανικό που περιμένει να σε κυριεύσει αλλά και να ρίξεις μια ματιά στον βυθό, να δεις τι κρύβει.

Δοκιμάζεσαι.

Αν καταφέρεις, την ώρα που ο φόβος σ’ έχει τυλίξει όπως η μάνα φασκιώνει το μωρό, να μην κλείσεις τα μάτια, θα βρεθείς μπροστά σε μία ομορφιά που όμοια της δεν έχει υπάρξει. Χρώματα κι αρώματα θα σε κατακλύσουν και θα σε ανυψώσουν. Θ’ αντικρύσεις τις πληγές σου και δεν θα γυρίσεις το κεφάλι. Θα τις φροντίσεις ώστε να κλείσουν και ν’ αφήσουν ένα σημάδι ζωής.  Θα δεις τους ανθρώπους της ζωής σου και θα σου μιλήσουν με την γλώσσα της ψυχής. Θα τους καταλαβαίνεις, χωρίς να τους ακούς.

...

Πήγαινε πίσω, τότε στη λίμνη. Μικρή, γαλάζια να στέκει δίπλα στην θάλασσα περιμένοντας να μεγαλώσει και να γίνει ένα μ’ αυτή. Μια επιφάνεια ήσυχης ομορφιάς, που γλυκαίνει όποιον την αντικρύζει.
Όσοι φοβήθηκαν το απέραντο του ωκεανού, βρέθηκαν στις όχθες σου να πετάνε πετραδάκια και να στάζουν κάθε φορά λίγη απ’ την ύπαρξη τους. Γέμισες από λόγια, πίκρες και χαρές. Τόσο ρηχή για να κολυμπήσει κάποιος μέσα σου, αρκετά βαθιά όμως για να τον πνίξεις. Κι έστεκαν όλοι ασφαλείς δίπλα σου, να βρέχουν τα δάχτυλα τους. Να ταράζουν τα νερά σου και ν’ απολαμβάνουν την ομορφιά απ’ τα σχέδια που σχηματίζονταν στο δέρμα σου. Σου έδωσαν τα δάκρυα τους, για να γίνουν ένα με το νερό και να χαθούν. Καθρέφτισαν επάνω σου, στιγμές γλυκιές που σ’ έκαναν ακόμη πιο όμορφη. Βουβός συνοδοιπόρος στην σιωπή των περαστικών. 

Κι εσύ έστεκες εκεί, γλυκιά και σιωπηλή. Πάντα με το ίδιο όνειρο.
Να ενωθείς με την θάλασσα, χωρίς να ξέρεις το πως.

Σε κοίταξε και χαμογέλασε. Είδε μέσα σου μια θάλασσα.
Δεινός κολυμβητής που είχε ταξιδέψει σε πολλούς ωκεανούς αλλά τον τράβηξαν τα γλυκά σου νερά.
Με την χαρά ενός παιδιού, έβγαλε τα ρούχα του και άρχισε να τρέχει προς το μέρος σου. Ετοιμαζόταν για μια βουτιά που χρειάζεται απύθμενο βάθος για να μην τραυματιστείτε.
Η σύγκρουση ήταν μεγαλειώδης. Τα νερά σου υψώθηκαν ταραγμένα και ένιωσες την εισβολή στο κέντρο της ύπαρξης σου. Κολυμπούσε μέσα σου κι έγλειφε τα χείλια του απολαμβάνοντας την γλυκύτητα σου.
Απ’ το ύψος που σ’ εκτίναξε, η απεραντοσύνη της θάλασσας φάνταζε ακόμα πιο μαγική.
Αυτή είναι η ευκαιρία σου. Άπλωσες τα υγρά σου χέρια προς το μέρος της.
Σειρά να σου βουτήξεις και να γίνεις κομμάτι σε κάτι μεγάλο. Τόσο μεγάλο που μπορεί να σ’ εξαφανίσει.

Η αίσθηση της επαφής ήταν τόσο γνώριμη. Διαλύθηκες μέσα της και γίνατε ένα.
Σαν το μωρό που κολυμπάει μέσα στην μήτρα της μάνας του.

«Σ’ έβλεπα που με κοιτούσες κι έψαχνες τον τρόπο να ‘ρθεις κοντά μου.
Θα μπορούσα να έρθω να σε πάρω αλλά δεν έπρεπε. Έπρεπε να το κάνεις μόνη σου.
Μπήκες σε κάτι πολύ μεγάλο κι έπρεπε να περιμένω να είσαι έτοιμη.
Ίσως να έχεις μπερδευτεί γιατί δέχτηκες μια πολύ βίαιη ώθηση αλλά, πίστεψε με, ήταν ο μόνος τρόπος.
Κουβαλάς έναν άνθρωπο ο οποίος είδε τι μπορείς να γίνεις και θέλησε να γίνει μέρος του.
Τώρα όμως πρέπει να μάθεις.
Τα γλυκά και γαλήνια νερά πάντοτε είναι πιο θελκτικά και γοητευτικά. Τώρα όμως είσαι γεμάτι αλάτι. Αλμυρό και στυφό. Πονάει όταν έρθει σ’ επαφή με μια πληγή κι οι άνθρωποι που θα ‘ρθουν κοντά σου, είναι γεμάτοι. Μπορείς όμως να τους κάψεις τις πληγές και να τις κλείσεις. Αλλά πρέπει να σ’ εμπιστευτούν. Κάποιοι θα το κάνουν, άλλοι όμως όχι. Θα φύγουν.

Έχεις τεράστια δύναμη η οποία μπορεί να γίνει επικίνδυνη.
Ακόμη κι εγώ που είμαι η μάνα σου, για να σ’ αγκαλιάσω έπρεπε να σ’ εξαφανίσω. Έπρεπε να χαθείς μέσα μου για να γίνεις αυτό που ήσουν πραγματικά. Δεν φοβήθηκες κάποιοι όμως θα φοβηθούν.
Θα φτάσουν πολύ κοντά σου, θα βρέξουν τα πόδια τους και θα σου γυρίσουν την πλάτη. Ίσως να θέλεις να τους κρατήσεις αλλά δεν πρέπει. Μπορείς, χωρίς να το θέλεις, να γίνεις καταστροφική και να πνίξεις πολλές ψυχές. Πρέπει να είσαι προσεχτική.

Τώρα έκανες το βήμα, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω.

Πρέπει να μάθεις να αγκαλιάζεις τους ανθρώπους, χωρίς να τους πνίγεις.
Να είσαι γαλήνια γιατί η οργή σου είναι σαρωτική.
Ν’ αγκαλιάζεις αυτούς που θέλουν να κολυμπήσουν μέσα σου, αλλά να τους αφήνεις να βγαίνουν στην επιφάνεια. Θ’ αναπνέουν και θα ξαναγυρνάνε.

Μάθε να ζεις μέσα απο ‘μένα και μην φοβάσαι τίποτα. Τώρα γίναμε ένα.»


Leave a Reply